- φιλογαστοριδης
- φιλογαστορίδηςφιλο-γαστορίδης-ου ὅ чревоугодник Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φιλογαστορίδης — ὁ, Α (κωμική λ.) λαίμαργος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γάστωρ, ορος (βλ. λ. γαστήρ) + κατάλ. ίδης] … Dictionary of Greek
φιλογαστορίδαι — φιλογαστορίδης masc nom/voc pl φιλογαστορίδᾱͅ , φιλογαστορίδης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)